Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαγίζω — και σαΐζω Ν [σαγή] τοποθετώ σαμάρι ή σέλα στο υποζύγιο, σαμαρώνω, σελώνω … Dictionary of Greek
σαΐζω — Ν βλ. σαγίζω … Dictionary of Greek
σαΐζω — βλ. σαγίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)